- δίνευμα
- δίν-ευμα [ῑ], τό,A whirling round, esp. in dancing, prob. in Ar.Th. 122; wheeling, of a horse, X.Eq.3.11; rotation,
ῥόμβου Orph.H.8.7
(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥόμβου Orph.H.8.7
(pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίνευμα — δίνευμα, το (Α) [δινεύω] 1. (για χορό) κυκλική, περιστροφική κίνηση 2. (για ιππέα) ελιγμός 3. (για ρόμβο) περιστροφή … Dictionary of Greek
δίνημα — δίνημα, το (Α) [δινώ] το δίνευμα … Dictionary of Greek
δινευμάτων — δῑνευμάτων , δίνευμα whirling round neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινεύμασι — δῑνεύμασι , δίνευμα whirling round neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινεύμασιν — δῑνεύμασιν , δίνευμα whirling round neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)